- περιξαίνομαι
- περιξαίνομαι,A suffer laceration upon,
ταῖς ἀπορρῶξιν J.BJ3.9.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς ἀπορρῶξιν J.BJ3.9.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιξαίνομαι — Α κομματιάζομαι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξαίνω «χτυπώ, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek